"Φοβάσαι;" με ρώτησε με δυο μάτια γαλανά, διερευνητικά.
"Αναρωτιέμαι τι θα συμβεί πιο μετά" απάντησα με βλέμμα που βιαζόταν να βρει στεριά.
"Φαίνεσαι ταραγμένη. Κοίτα ευθεία. Κοίτα και εμένα, αν αυτό σε βοηθά" τα μάτια δεν διερευνούσαν πια. Έμοιαζαν με δυο θάλασσες γαλήνιες.
"Ευχαριστώ" του απάντησα με ματιά να ρίχνει άγκυρα στο ήρεμο γαλάζιο του.
Λίγα λεπτά μετά η ταχυκαρδία μου απελευθερώθηκε από το μελτέμι. Βρήκε και πάλι το ρυθμό της. Αφού το καραβάκι σταμάτησε να χορεύει στα κύματα, βρήκα την ευκαιρία να τραβήξω την άγκυρα από το βλέμμα του.
"Ήσουν πολύ φροντιστικός" του είπα χαμογελώντας.
Εκείνος δεν έβλεπε το στόμα μου. Ούτε εγώ το δικό του.
"Παρακαλώ" απάντησε με δυο μάτια που χαμογελούσαν.
Συνεχίσαμε το σύντομο ταξιδάκι μας μιλώντας περί ανέμων και υδάτων (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Θα κατέβαινα πρώτη εγώ στη Σχοινούσα. Εκείνος θα συνέχιζε λίγο ακόμα για Κουφονήσι.
Σε εκείνο το ταξιδάκι τα κύματα έφεραν μαζί με τη ζάλη την ουσιαστική επίρρεια της ευγνωμοσύνης και της φροντίδας. Η αξία της «ανθρωπιάς» φουρτούνιασε μέσα μου. Το νησί με υποδέχτηκε έτσι όπως ήμουν λουσμένη με την ομορφιά της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Ευτυχώς φυσούσε πολύ και δεν θα στέγνωνε γρήγορα.
*Αφιερωμένο στον άγνωστο συνταξιδιώτη που μου επέτρεψε να αγκυροβολήσω για λίγο στα ήρεμα νερά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου