Ξύπνησε με τη γεύση του ήλιου στο στόμα της. Κάπου εκεί μέσα υπήρχε λίγο ξύσμα από λεμόνι. Υπέροχη έγερση. Προσμένοντας την εξέγερση αφέθηκε να εξερευνήσει για λίγο εκείνο τον ήλιο.
Άνοιξε το στόμα της. Δεν πρόλαβε να θέσει το πρώτο ερώτημα. Ο ήλιος γλιστρώντας από τη γλώσσα της είχε κολλήσει ήδη την ερώτησή του στα χείλη της. Ένιωσε μια δόση ενυδάτωσης. Και πώς τη χρειαζόταν λίγες μέρες αφού είχαν λιώσει τα χιόνια.
“Είναι εθιστική η ελευθερία;”
“Η ελευθερία είναι απολαυστική” απάντησε με την απορία για το τι εννοούσε ο ήλιος.
“Η απόλαυση είναι εθιστική;” συνέχισε με ηλιόλουστο τρόπο εκμαίευσης.
“Η απόλαυση είναι ερεθιστική” ξεστόμισε εκείνη αυθόρμητα.
Άφησε τον ήλιο πάνω στην κουβέρτα της. Χρειαζόταν κι εκείνος θαλπωρή πού και πού. Ακούστηκε η συνομιλία της καφετέριας με την Έττα. Κάθε Κυριακή ανυπομονούσε να ρουφήξει την πρώτη γουλιά.
Δοκίμαζε να φτιάχνει καφέ ακούγοντας την ίδια μουσική και άλλες μέρες. Όπως Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο. Κι όμως. Μόνο τις Κυριακές άχνιζε τζαζ.
Επέστρεψε στο δωμάτιο κρατώντας το δίσκο με τα πρωινά καλούδια. Μπορεί να μην καταγόταν από την Κρήτη. Ήξερε όμως από καλή φιλοξενία. Δίπλα στις κούπες η σφολιάτα με τη γέμιση σοκολάτας έκανε την Έττα να χάνει τα λόγια της. Είχε προλάβει όμως να της δώσει ένα κομμάτι. Για να διασφαλίσει ότι θα συνέχιζε να τραγουδά χωρίς παύσεις. Η Έττα με βουτυρωμένο ουρανίσκο πέρασε στο “Ιf you were mine”.
“Τι θα έκανες αν ήσουν δική μου;” ρώτησε ο ήλιος όταν την είδε και πάλι δίπλα του.
“Θα σε τάιζα γλυκές στιγμές” του είπε με μια πιρουνιά να στάζει σοκολάτα.
Ο ήλιος άνοιξε το στόμα του. Μασούλησε, κατάπιε. Χείλη χορτάτα.
“Δεν θέλω να χορτάσεις” του είπε γλείφοντας ότι είχε απομείνει στο πιρούνι.
“Ούτε εγώ θέλω να γίνεις δικιά μου. Ο κορεσμός και η ιδιοκτησία είναι σκιές. Προτιμώ την καθαρότητα”.
“Μου αρέσει η καθαρή φωνή σου” είπε χαμογελώντας στον ήλιο.
“Ήμουν έτοιμος να πω ότι μου αρέσει η καθαρή άρθρωσή σου” συμπλήρωσε εκείνος λάμπωντας.
Χείλη ενυδατωμένα. Χείλη χορτάτα. Αντικριστά. Με περιέργεια να γευτούν την ενυδάτωση. Με λαχτάρα να κατασπαράξουν τη χόρταση. Χείλη με διάθεση αναμονής.
Ώσπου η φαντασίωση στον ουρανό να χαϊδέψει το ρεαλισμό στη γη. Και εκεί στη γραμμή ένωσης να δουν αν τέμνονται οι γεύσεις.
Πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να αλλάξει το περιεχόμενο στο δίσκο. Να προστεθεί κάτι αλμυρό. Σηκώθηκε με βήματα να γουργουρίζουν προς την κουζίνα. Ο ήλιος την ακολούθησε.
“Πρέπει να φύγω τώρα. Θα ήθελα να σε ξαναδώ.”
“Και εγώ θα ήθελα να σε ξαναδώ” είπε ανοίγοντάς του το παράθυρο.
Ο ήλιος χάθηκε γρήγορα στον ουρανό. Το κορίτσι έμεινε να κοιτάζει ψηλά. Αποφάσισε να κοιμηθεί με άδειο στομάχι. Με την επίγευση από το ξύσμα λεμονιού. Αυτό που έρχεται για να ισορροπήσει την έντονη γλύκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου